Διονυσιακοί

Διονυσιακοί
Διονῡσιακοί , Διονυσιακός
belonging to the Dionysia
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διονυσιακός — ή, ό (AM διονυσιακός, ή, όν) [Διονύσια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια νεοελλ. ενθουσιώδης, οργιαστικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία τού Διονύσου 2. το ουδ. εν. ως …   Dictionary of Greek

  • τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας …   Dictionary of Greek

  • Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”